σιδηροβιομηχανία

σιδηροβιομηχανία
η, Ν
1. βιομηχανία κατεργασίας σιδήρου και κατασκευής σιδηρών προϊόντων
2. μαζική παραγωγή παρόμοιων προϊόντων
3. βιομηχανική μονάδα, εργοστάσιο στο οποίο γίνεται αυτή η διεργασία
4. η παραγωγή ακατέργαστου σιδήρου από σιδηρούχα μεταλλεύματα, η σιδηρομεταλλουργία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηροβιομήχανος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Στέφ. Ξένο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σιδηροβιομηχανία — η βιομηχανία επεξεργασίας σιδήρου και κατασκευής σιδερένιων αντικειμένων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σιδηροβιομήχανος — ο, Ν αυτός που ασχολείται με τη σιδηροβιομηχανία ή ο ιδιοκτήτης σιδηροβιομηχανίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + βιομήχανος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Στέφ. Ξένο] …   Dictionary of Greek

  • Βιρτζίνια, Δυτική — (West Virginia).Πολιτεία (62.761 τ. χλμ., 1.801.916 κάτ. το 2001) των ΗΠΑ, στο ανατολικό τμήμα της χώρας. Συγκροτήθηκε το 1863 από τις κομητείες, που είχαν μείνει πιστές στην Ένωση, του δυτικού τμήματος της πολιτείας Βιρτζίνια (βλ. λ.), η οποία… …   Dictionary of Greek

  • Γκέτεμποργκ — Πόλη (504.000 κάτ. το 2002) της νοτιοδυτικής Σουηδίας, πρωτεύουσα της κομητείας Γ. Μπόχους. Βρίσκεται πάνω στον ποταμό Γκέτα, περίπου 550 χλμ. δυτικά της Στοκχόλμης. Αποτελεί τη δεύτερη σε μέγεθος πόλη της χώρας και το μεγαλύτερο λιμάνι της. Το Γ …   Dictionary of Greek

  • θειικό οξύ — Ανόργανη χημική ένωση, με τύπο H2SΟ4. Η παρασκευή του ήταν γνωστή εδώ και αιώνες από τους αλχημιστές. Βρίσκεται ελεύθερο στη φύση στα νερά του Ρίο Τίντο στην Ισπανία. Είναι η σημαντικότερη ένωση του θείου και αποτελεί ένα από τα κύρια προϊόντα… …   Dictionary of Greek

  • Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… …   Dictionary of Greek

  • Ρίο ντε Tζανέιρο — I (Rio de Janeiro). Ομόσπονδη Πολιτεία της νοτιοανατολικής Βραζιλίας, που βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα Α και στα Ν και συνορεύει με το Εσπίριτου Σάντου στα ΒΑ, τη Μίνα Ζεράις στα Β και το Σαν Πάουλο στα ΝΔ. Έχει έκταση 43.653 τ. χλμ. ·… …   Dictionary of Greek

  • Ροκφέλερ, Τζον Ντέιβσον — (Rockefeller, Ρίτσφορντ, Κομητεία Τιόγκα, Νέα Υόρκη 1839 – Όρμοντ Μπιτς, Φλόριντα 1937). Αμερικανός βιομήχανος. Ξεκινώντας από ταπεινά επαγγέλματα, το 1870 έγινε πρόεδρος της Στάνταρντ Όιλ Κόμπανι, που σύντομα απόχτησε τον έλεγχο των 90% των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”